υποπρεσβύτερος

υποπρεσβύτερος
-ον, Α [πρεσβύτερος]
αυτός που είναι κάπως πρεσβύτερος, λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία από άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”